προνευστασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προνευστασμός < προνευστάζω, προνευστασ- + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρονευστασμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος, λόγιο) το σκαμπανέβασμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πρόνευση (Χρειάζεται διευκρίνιση: αν έχει διαφορά ο ορισμός (βλ. Δημητράκος))
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προνευστασμός
|