πρόνευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόνευση | οι | προνεύσεις |
γενική | της | πρόνευσης* | των | προνεύσεων |
αιτιατική | την | πρόνευση | τις | προνεύσεις |
κλητική | πρόνευση | προνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόνευση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρόνευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική προνεύω (γέρνω προς τα μπρος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.nef.si/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbɾo.nef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐νευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόνευση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, λόγιο) το αποτέλεσμα του προνευστάζω: ταλάντωση του πλοίουμ απ' την πλώρη ως την πρύμνη σε σχέση με τον οριζόντιο άξονά του
- ⮡ απλή ή διπλή πρόνευση, γωνία πρόνευσης, ροπή πρόνευσης
- ≈ συνώνυμα: προνευστασμός, σκαμπανέβασμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πρό και νεῦσις
- διατοίχιση, διατοιχισμός (ταλάντωση από πλευρό σε πλευρό)
- μπότζι
- πρόνευση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόνευση
|
Πηγές
επεξεργασία- πρόνευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- → δείτε και πρόνευσις#Πηγές