υαλότοιχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.aˈlo.ti.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐α‐λό‐τοι‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υαλότοιχος ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) τοίχος από υαλότουβλα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υαλότοιχος