πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδότοιχος οι ψευδότοιχοι
      γενική του ψευδότοιχου
& ψευδοτοίχου
των ψευδότοιχων
& ψευδοτοίχων
    αιτιατική τον ψευδότοιχο τους ψευδότοιχους
& ψευδοτοίχους
     κλητική ψευδότοιχε ψευδότοιχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδότοιχος < ψευδο- + τοίχος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδότοιχος αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) κάτι που μοιάζει με τοίχο αλλά είναι κατασκευασμένο από διαφορετικά υλικά, απ’ ό,τι έχει ένας συνηθισμένος τοίχος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία