ψευδότοιχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψευδότοιχος | οι | ψευδότοιχοι |
γενική | του | ψευδότοιχου & ψευδοτοίχου |
των | ψευδότοιχων & ψευδοτοίχων |
αιτιατική | τον | ψευδότοιχο | τους | ψευδότοιχους & ψευδοτοίχους |
κλητική | ψευδότοιχε | ψευδότοιχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψευδότοιχος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) κάτι που μοιάζει με τοίχο αλλά είναι κατασκευασμένο από διαφορετικά υλικά, απ’ ό,τι έχει ένας συνηθισμένος τοίχος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδότοιχος
|