Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαιότοιχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γαιότοιχ
ος
οι
γαιότοιχ
οι
γενική
του
γαιότοιχ
ου
των
γαιότοιχ
ων
αιτιατική
τον
γαιότοιχ
ο
τους
γαιότοιχ
ους
κλητική
γαιότοιχ
ε
γαιότοιχ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαιότοιχος
<
γαιό-
+
τοίχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαιότοιχος
αρσενικό
τοίχος
(
συνήθως
μαντρότοιχος
)
φτιαγμένος
από
λάσπη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαιότοιχος