Ετυμολογία

επεξεργασία
γαιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαιο- < γαῖ(α) + -ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

γαιο-, γαιό- & γαι- πριν από φωνήεν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαιο- < γαῖ(α) + -ο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

γαιο-

  • το ουσιαστικό γη ως πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη αναφέρεται ή σχετίζεται με τη γη
    γαιονομόνος (που κατοικεί στη γη)