διατοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιατοιχίζω (παθητική φωνή: διατοιχίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- διατοίχιση
- διατοίχισμα
- → δείτε τις λέξεις διά και τοίχος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διατοιχίζω | διατοίχιζα | θα διατοιχίζω | να διατοιχίζω | διατοιχίζοντας | |
β' ενικ. | διατοιχίζεις | διατοίχιζες | θα διατοιχίζεις | να διατοιχίζεις | διατοίχιζε | |
γ' ενικ. | διατοιχίζει | διατοίχιζε | θα διατοιχίζει | να διατοιχίζει | ||
α' πληθ. | διατοιχίζουμε | διατοιχίζαμε | θα διατοιχίζουμε | να διατοιχίζουμε | ||
β' πληθ. | διατοιχίζετε | διατοιχίζατε | θα διατοιχίζετε | να διατοιχίζετε | διατοιχίζετε | |
γ' πληθ. | διατοιχίζουν(ε) | διατοίχιζαν διατοιχίζαν(ε) |
θα διατοιχίζουν(ε) | να διατοιχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διατοίχισα | θα διατοιχίσω | να διατοιχίσω | διατοιχίσει | ||
β' ενικ. | διατοίχισες | θα διατοιχίσεις | να διατοιχίσεις | διατοίχισε | ||
γ' ενικ. | διατοίχισε | θα διατοιχίσει | να διατοιχίσει | |||
α' πληθ. | διατοιχίσαμε | θα διατοιχίσουμε | να διατοιχίσουμε | |||
β' πληθ. | διατοιχίσατε | θα διατοιχίσετε | να διατοιχίσετε | διατοιχίστε | ||
γ' πληθ. | διατοίχισαν διατοιχίσαν(ε) |
θα διατοιχίσουν(ε) | να διατοιχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διατοιχίσει | είχα διατοιχίσει | θα έχω διατοιχίσει | να έχω διατοιχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διατοιχίσει | είχες διατοιχίσει | θα έχεις διατοιχίσει | να έχεις διατοιχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διατοιχίσει | είχε διατοιχίσει | θα έχει διατοιχίσει | να έχει διατοιχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διατοιχίσει | είχαμε διατοιχίσει | θα έχουμε διατοιχίσει | να έχουμε διατοιχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διατοιχίσει | είχατε διατοιχίσει | θα έχετε διατοιχίσει | να έχετε διατοιχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διατοιχίσει | είχαν διατοιχίσει | θα έχουν διατοιχίσει | να έχουν διατοιχίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διατοιχίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- διατοιχίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)