Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σανιδότοιχος οι σανιδότοιχοι
      γενική του σανιδοτοίχου των σανιδοτοίχων
    αιτιατική τον σανιδότοιχο τους σανιδοτοίχους
     κλητική σανιδότοιχε σανιδότοιχοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σανιδότοιχος < σανίδ(α) + -ό- + τοίχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.niˈðo.ti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐νι‐δό‐τοι‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σανιδότοιχος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σανιδότοιχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)