Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομότοιχος η ομότοιχη το ομότοιχο
      γενική του ομότοιχου της ομότοιχης του ομότοιχου
    αιτιατική τον ομότοιχο την ομότοιχη το ομότοιχο
     κλητική ομότοιχε ομότοιχη ομότοιχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομότοιχοι οι ομότοιχες τα ομότοιχα
      γενική των ομότοιχων των ομότοιχων των ομότοιχων
    αιτιατική τους ομότοιχους τις ομότοιχες τα ομότοιχα
     κλητική ομότοιχοι ομότοιχες ομότοιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομότοιχος < αρχαία ελληνική ὁμότοιχος < ὁμοῦ + τοῖχος

  Επίθετο επεξεργασία

ομότοιχος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που χωρίζεται με κοινό τοίχο με κάποιον άλλον, με μεσοτοιχία
    → δείτε τη λέξη γειτονικός
  2. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) για ναύτη που είναι ενταγμένος σε ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία