Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιτοιχισμένος η περιτοιχισμένη το περιτοιχισμένο
      γενική του περιτοιχισμένου της περιτοιχισμένης του περιτοιχισμένου
    αιτιατική τον περιτοιχισμένο την περιτοιχισμένη το περιτοιχισμένο
     κλητική περιτοιχισμένε περιτοιχισμένη περιτοιχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιτοιχισμένοι οι περιτοιχισμένες τα περιτοιχισμένα
      γενική των περιτοιχισμένων των περιτοιχισμένων των περιτοιχισμένων
    αιτιατική τους περιτοιχισμένους τις περιτοιχισμένες τα περιτοιχισμένα
     κλητική περιτοιχισμένοι περιτοιχισμένες περιτοιχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιτοιχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιτοιχίζω

  Μετοχή επεξεργασία

περιτοιχισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία