περιτοιχισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
περιτοιχισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του περιτοιχισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του περιτοιχισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιτοιχισμένος