μουζίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μουζίκος | οι | μουζίκοι |
γενική | του | μουζίκου | των | μουζίκων |
αιτιατική | τον | μουζίκο | τους | μουζίκους |
κλητική | μουζίκε | μουζίκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουζίκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική мужик
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουζίκος αρσενικό