sklavo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sklavo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sklavo | sklavoj |
αιτιατική | sklavon | sklavojn |
sklavo (eo)
- ο σκλάβος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sklavo | sklavoj |
αιτιατική | sklavon | sklavojn |
sklavo (eo)