Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξενόδουλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξενόδουλ
ος
η
ξενόδουλ
η
το
ξενόδουλ
ο
γενική
του
ξενόδουλ
ου
της
ξενόδουλ
ης
του
ξενόδουλ
ου
αιτιατική
τον
ξενόδουλ
ο
την
ξενόδουλ
η
το
ξενόδουλ
ο
κλητική
ξενόδουλ
ε
ξενόδουλ
η
ξενόδουλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξενόδουλ
οι
οι
ξενόδουλ
ες
τα
ξενόδουλ
α
γενική
των
ξενόδουλ
ων
των
ξενόδουλ
ων
των
ξενόδουλ
ων
αιτιατική
τους
ξενόδουλ
ους
τις
ξενόδουλ
ες
τα
ξενόδουλ
α
κλητική
ξενόδουλ
οι
ξενόδουλ
ες
ξενόδουλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξενόδουλος
<
ξένος
+
δούλος
Επίθετο
επεξεργασία
ξενόδουλος
που είναι δουλικός προς ξένα, μη εθνικά συμφέροντα
που μιμείται δουλικά ξένες συνήθειες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξενόδουλος