Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενόδουλος η ξενόδουλη το ξενόδουλο
      γενική του ξενόδουλου της ξενόδουλης του ξενόδουλου
    αιτιατική τον ξενόδουλο την ξενόδουλη το ξενόδουλο
     κλητική ξενόδουλε ξενόδουλη ξενόδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενόδουλοι οι ξενόδουλες τα ξενόδουλα
      γενική των ξενόδουλων των ξενόδουλων των ξενόδουλων
    αιτιατική τους ξενόδουλους τις ξενόδουλες τα ξενόδουλα
     κλητική ξενόδουλοι ξενόδουλες ξενόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενόδουλος < ξένος + δούλος

  Επίθετο επεξεργασία

ξενόδουλος

  1. που είναι δουλικός προς ξένα, μη εθνικά συμφέροντα
  2. που μιμείται δουλικά ξένες συνήθειες

  Μεταφράσεις επεξεργασία