μπερτόδουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπερτόδουλος < (όψιμη) μεσαιωνική ελληνική Μπερτόλδος[1] (με παρετυμολόγηση από το δούλος) < ιταλική Bertoldo < γερμανική Berthold < παλαιά άνω γερμανική berht (λαμπερός) + waltan (κυβερνώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beɾˈto.ðu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπερ‐τό‐δου‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπερτόδουλος αρσενικό
- (ιδιωματικό) ο πονηρός, ο καταφερτζής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Νίκος Σαραντάκος, Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπερτόδουλος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Από το βιβλίο «Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου» του 1646, από το ιταλικό «Le sottilissime astuzie di Bertoldo» (1606), στο όποιο ο ομώνυμος πρωταγωνιστής είναι πονηρός