μπερτοδουλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερτοδουλισμός < μπερτόδουλ(ος) + -ισμός < (όψιμη) μεσαιωνική ελληνική Μπερτόλδος[1] (με παρετυμολόγηση από το δούλος) < ιταλική Bertoldo < γερμανική Berthold < παλαιά άνω γερμανική berht (λαμπερός) + waltan (κυβερνώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπερτοδουλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπερτοδουλισμός
|
- ↑ Από το βιβλίο «Πανουργίαι υψηλόταται του Μπερτόλδου» του 1646, από το ιταλικό «Le sottilissime astuzie di Bertoldo» (1606), στο όποιο ο ομώνυμος πρωταγωνιστής είναι πονηρός