Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δουλόπρεπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δουλόπρεπ
ος
η
δουλόπρεπ
η
το
δουλόπρεπ
ο
γενική
του
δουλόπρεπ
ου
της
δουλόπρεπ
ης
του
δουλόπρεπ
ου
αιτιατική
τον
δουλόπρεπ
ο
τη
δουλόπρεπ
η
το
δουλόπρεπ
ο
κλητική
δουλόπρεπ
ε
δουλόπρεπ
η
δουλόπρεπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δουλόπρεπ
οι
οι
δουλόπρεπ
ες
τα
δουλόπρεπ
α
γενική
των
δουλόπρεπ
ων
των
δουλόπρεπ
ων
των
δουλόπρεπ
ων
αιτιατική
τους
δουλόπρεπ
ους
τις
δουλόπρεπ
ες
τα
δουλόπρεπ
α
κλητική
δουλόπρεπ
οι
δουλόπρεπ
ες
δουλόπρεπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
δουλόπρεπος, -η, -ο
(
σπάνιο
) →
δείτε
τη λέξη
δουλοπρεπής