ιεροδουλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιεροδουλία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱεροδουλεία / ἱεροδουλία < αρχαία ελληνική ἱερός + δοῦλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -δουλία (δούλ(ος) + -ία, δείτε και δουλειά).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιεροδουλία θηλυκό
- η ιδιότητα, το επάγγελμα ή η κατάσταση μιας ιερόδουλης
- (ιστορία) η τελετουργική και με θρησκευτικές συνδηλώσεις πορνεία στην αρχαία Ελλάδα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιεροδουλία
|