δουλευτάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δουλευτάρης | η | δουλευτάρα | το | δουλευτάρικο |
γενική | του | δουλευτάρη | της | δουλευτάρας | του | δουλευτάρικου |
αιτιατική | τον | δουλευτάρη | τη | δουλευτάρα | το | δουλευτάρικο |
κλητική | δουλευτάρη | δουλευτάρα | δουλευτάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δουλευτάρηδες | οι | δουλευτάρες | τα | δουλευτάρικα |
γενική | των | δουλευτάρηδων | — | των | δουλευτάρικων | |
αιτιατική | τους | δουλευτάρηδες | τις | δουλευτάρες | τα | δουλευτάρικα |
κλητική | δουλευτάρηδες | δουλευτάρες | δουλευτάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δουλευτάρης < δουλευτής + -άρης[1] < ελληνιστική κοινή δουλευτής < αρχαία ελληνική δουλεύω < δοῦλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðu.leˈfta.ɾis/
Επίθετο
επεξεργασίαδουλευτάρης αρσενικό
- (ποιητικός τύπος) άλλη μορφή του δουλευταράς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δουλευτάρης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δουλευτάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας