αδούλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδούλωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀδούλωτος < ἀ- στερητικό + δουλόω, ῶ +κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίααδούλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει υποδουλωθεί ποτέ σε εχθρό
- η αδούλωτη Μάνη
- που δεν μπορεί κανείς να τον υποτάξει
- οι αδούλωτες ψυχές των ελεύθερων πολιορκημένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδούλωτος
|