Δείτε επίσης: ἄδουλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άδουλος η άδουλη το άδουλο
      γενική του άδουλου της άδουλης του άδουλου
    αιτιατική τον άδουλο την άδουλη το άδουλο
     κλητική άδουλε άδουλη άδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άδουλοι οι άδουλες τα άδουλα
      γενική των άδουλων των άδουλων των άδουλων
    αιτιατική τους άδουλους τις άδουλες τα άδουλα
     κλητική άδουλοι άδουλες άδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. άδουλος < α- (στερητικό) + δουλειά
  2. άδουλος < αρχαία ελληνική ἄδουλος < α- στερητικό + δούλος

  Επίθετο επεξεργασία

άδουλος, -η, -ο

  1. που δεν εργάζεται, που δεν απασχολείται με κάτι, ο άνεργος ή άεργος
    που αποφεύγει να εργαστεί, ο αργόσχολος
  2. (παρωχημένο) που δεν έχει δούλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία