Δείτε επίσης: άδουλος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
< α- στερητικό + δούλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄδουλος αρσενικό, ἄδουλη θηλυκό, ἄδουλο ουδέτερο