Δείτε επίσης: Κτῆσις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κτῆσῐς αἱ κτήσεις
      γενική τῆς κτήσεως τῶν κτήσεων
      δοτική τῇ κτήσει ταῖς κτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κτῆσῐν τὰς κτήσεις
     κλητική ! κτῆσῐ κτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κτήσει
γεν-δοτ τοῖν  κτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτῆσις < θέμα κτη- (όπως στον παρακείμενο κέ-κτη-μαι του κτάομαι / κτῶμαι) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτῆσις, -εως θηλυκό

  1. απόκτηση
  2. κτήση, κατοχή
  3. στον πληθυντικο → δείτε τη λέξη κτήσεις

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κτῆμα, κτήτωρ και κτάομαι

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία