πρόσκτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόσκτησῐς | αἱ | προσκτήσεις | ||||
γενική | τῆς | προσκτήσεως | τῶν | προσκτήσεων | ||||
δοτική | τῇ | προσκτήσει | ταῖς | προσκτήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πρόσκτησῐν | τὰς | προσκτήσεις | ||||
κλητική ὦ! | πρόσκτησῐ | προσκτήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσκτήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσκτησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόσκτησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσκτησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πρόσκτηση (όπως περιουσιακού στοιχείου)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πρόσκτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.