Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσκτηση οι προσκτήσεις
      γενική της πρόσκτησης* των προσκτήσεων
    αιτιατική την πρόσκτηση τις προσκτήσεις
     κλητική πρόσκτηση προσκτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσκτηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσκτηση θηλυκό

  • απόκτηση παραπάνω εφοδίων, αύξηση αυτών που ήδη έχω

  Μεταφράσεις επεξεργασία