ἀπόκτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόκτησῐς | αἱ | ἀποκτήσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀποκτήσεως | τῶν | ἀποκτήσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀποκτήσει | ταῖς | ἀποκτήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀπόκτησῐν | τὰς | ἀποκτήσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀπόκτησῐ | ἀποκτήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκτήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκτησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπόκτησις < ἀποκτάομαι, ἀποκτη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπόκτησις θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- διαφορετικό το νεοελληνικό απόκτηση
Πηγές
επεξεργασία- ἀπόκτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.