ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόκτησῐς αἱ ἀποκτήσεις
      γενική τῆς ἀποκτήσεως τῶν ἀποκτήσεων
      δοτική τῇ ἀποκτήσει ταῖς ἀποκτήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόκτησῐν τὰς ἀποκτήσεις
     κλητική ! ἀπόκτησῐ ἀποκτήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκτήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκτησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπόκτησις < ἀποκτάομαι, ἀποκτη- + -σις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόκτησις θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή, νομικός όρος) πράξη δωρεάς
  2. (ελληνιστική κοινή) απώλεια

Δείτε επίσης

επεξεργασία