Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόχτηση οι αποχτήσεις
      γενική της απόχτησης* των αποχτήσεων
    αιτιατική την απόχτηση τις αποχτήσεις
     κλητική απόχτηση αποχτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόχτηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόχτηση θηλυκό

  • το να αποκτά κανείς κάτι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία