augmentatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | augmentatif | augmentatifs |
θηλυκό | augmentative | augmentatives |
Επίθετο
επεξεργασίαaugmentatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | augmentatif | augmentatifs |
θηλυκό | augmentative | augmentatives |
augmentatif (fr)