Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορτόφυλλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πορτόφυλλ
ο
τα
πορτόφυλλ
α
γενική
του
πορτόφυλλ
ου
των
πορτόφυλλ
ων
αιτιατική
το
πορτόφυλλ
ο
τα
πορτόφυλλ
α
κλητική
πορτόφυλλ
ο
πορτόφυλλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορτόφυλλο
<
πόρτα
+
-ο-
+
φύλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορτόφυλλο
ουδέτερο
το
θυρόφυλλο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πόρτα
και
φύλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορτόφυλλο
→
δείτε
τη λέξη
θυρόφυλλο