Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
closet
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
closet
closets
Ουσιαστικό
επεξεργασία
closet
(en)
η
ντουλάπα
⮡
a sliding-door walk-in
closet
- συρόμενη
ντουλάπα
εντοιχιζόμενη
≈
συνώνυμα
:
wardrobe
Πηγές
επεξεργασία
closet
-
Oxford Learner's Dictionaries