Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
wardrobe
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
wardrobe
wardrobes
Ουσιαστικό
επεξεργασία
wardrobe
(en)
(
έπιπλο
) η
ντουλάπα
ρούχων
↪
The
wardrobe
is divided into three parts.
Η
ντουλάπα
είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα.
≈
συνώνυμα
:
closet
Πηγές
επεξεργασία
wardrobe
-
Oxford Learner's Dictionaries