ŝranko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝranko | ŝrankoj |
αιτιατική | ŝrankon | ŝrankojn |
ŝranko (eo)
- η ντουλάπα
- skeleto en la ŝranko
- σκελετός στην ντουλάπα