libroŝranko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | libroŝranko | libroŝrankoj |
αιτιατική | libroŝrankon | libroŝrankojn |
libroŝranko (eo)
- η βιβλιοθήκη (το έπιπλο), το ντουλάπι βιβλίων