ντουλαπίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντουλαπίτσα | οι | ντουλαπίτσες |
γενική | της | ντουλαπίτσας | — | |
αιτιατική | την | ντουλαπίτσα | τις | ντουλαπίτσες |
κλητική | ντουλαπίτσα | ντουλαπίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουλαπίτσα < ντουλάπα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /du.laˈpi.t͡sa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουλαπίτσα θηλυκό
- μικρή ντουλάπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντουλαπίτσα
|