ιματιοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιματιοθήκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱματιοθήκη < αρχαία ελληνική ἱμάτιον -θήκη (< τίθημι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ma.ti.oˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μα‐τι‐ο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιματιοθήκη θηλυκό
- (λόγιο) ειδικός χώρος (έπιπλο ή δωμάτιο, συνήθως σε ξενοδοχείο, θέατρο κ.α.) όπου φυλάσσονται ρούχα κι ενδύματα