Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαρνταρόμπα οι γκαρνταρόμπες
      γενική της γκαρνταρόμπας
    αιτιατική την γκαρνταρόμπα τις γκαρνταρόμπες
     κλητική γκαρνταρόμπα γκαρνταρόμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαρνταρόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική guardaroba < γαλλική garde-robe < garder (φυλάω) + robe (φόρεμα)
 
Επισκέπτες κτηρίου αφήνουν τις τσάντες τους στην γκαρνταρόμπα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡaɾ.daˈɾo.ba/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαρνταρόμπα θηλυκό

  1. χώρος, σε μουσείο ή άλλο μέρος, όπου οι επισκέπτες αφήνουν τα πανωφόρια τους, μεγάλες τσάντες, ομπρέλες, κ.λπ. κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους, δωρεάν ή έναντι μικρού ποσού
     συνώνυμα: βεστιάριο
  2. συνολικά τα ρούχα που έχει κάποιος και με τα οποία εμφανίζεται, αυτά που είναι γνωστά στους άλλους
    κάθε χρόνο ανανεώνει την γκαρνταρόμπα της με ό,τι πιο μοδάτο κυκλοφορεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία