robe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
robe | robes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrobe (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
robe | robes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- robe < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική robe / robbe / reube (ένδυμα, ρούχο που είναι λάφυρο νικητων) < ... < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hrewp- (σκίζω) → δείτε περισσότερα στο λήμμα ρόμπα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ ιταλικά: roba ↷ νέα ελληνικά: ρόμπα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrobe (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- robe - ετυμολογία & λήμμα robe - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé