↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρόμπα οι ρόμπες
      γενική της ρόμπας
    αιτιατική τη ρόμπα τις ρόμπες
     κλητική ρόμπα ρόμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ανδρική ρόμπα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική roba [1] (στη σημασία: ρουχισμός) [2] < γαλλική robe < παλαιά γαλλική robe / robbe / reube (ένδυμα, ρούχο που γίνεται λεία ή λάφυρο για νικητές) < φραγκική *rouba (λάφυρο) [3] < πρωτογερμανική *raubō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hrewp- (σκίζω) [4]
Συγγενή: γερμανική Raub (ληστεία, λεία), ισπανική ropa (ρουχισμός), αγγλική rob (ληστεύω).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾo.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐μπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόμπα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) πρόχειρο μακρύ ρούχο που κουμπώνει ή δένει μπροστά, συνήθως γυναικείο
  2. μακρύ επίσημο ένδυμα, δηλωτικό ιδιότητας
    1. επαγγελματικής:
      ⮡  Οι γιατροί και οι νοσοκόμες φορούν στο νοσοκομείο άσπρες ρόμπες.
    2. η τήβεννος που φορούν οι δικαστές ή οι απόφοιτοι
      ※  Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν τη δικαστική τήβεννο robe, ρόμπα! Θα μεταφράζαμε ποτέ στα ελληνικά «ο δικαστής έβαλε τη ρόμπα του», χωρίς να γίνουμε ρόμπες; (από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 27 Φεβρουαρίου 2010)
  3. (μεταφορικά, σκωπτικό) ρεζίλι (δείτε τις #Εκφράσεις)
    ※  Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν τη δικαστική τήβεννο robe, ρόμπα! Θα μεταφράζαμε ποτέ στα ελληνικά «ο δικαστής έβαλε τη ρόμπα του», χωρίς να γίνουμε ρόμπες; (από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 27 Φεβρουαρίου 2010)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ρόμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. roba - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
  3. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.