ρεντίκολο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεντίκολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική ridicolo < λατινική ridiculus < ridere · από την ίδια ρίζα και το γαλλικό ridicule καθώς και τα αγγλικά ridicule, ridiculous
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεντίκολο ουδέτερο
- αυτός που έχει γελοιοποιηθεί, έχει ρεζιλευτεί
Εκφράσεις επεξεργασία
- γίνομαι ρεντίκολο: γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι, γίνομαι ρεζίλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεντίκολο