• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ρεντίκολο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Εκφράσεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεντίκολο τα ρεντίκολα
      γενική του ρεντίκολου των ρεντίκολων
    αιτιατική το ρεντίκολο τα ρεντίκολα
     κλητική ρεντίκολο ρεντίκολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ρεντίκολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική ridicolo < λατινική ridiculus < ridere · από την ίδια ρίζα και το γαλλικό ridicule καθώς και τα αγγλικά ridicule, ridiculous

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρεντίκολο ουδέτερο

  • αυτός που έχει γελοιοποιηθεί, έχει ρεζιλευτεί

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • γίνομαι ρεντίκολο: γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι, γίνομαι ρεζίλι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ρεντίκολο
  • αγγλικά : laughing stock (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ρεντίκολο&oldid=5510555"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:52

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:52. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας