γελοιοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γελοιοποιούμαι < παθητική φωνή του γελοιοποιώ < γελοίος + ποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
γελοιοποιούμαι
- Γίνομαι περίγελος, φαίνομαι γελοίος, εξευτελίζομαι
- Μετά και το τελευταίο σκάνδαλο, γελοιοποιήθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας στο δημόσιο.
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γελοιοποιούμαι