Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελοιοποιούμαι < παθητική φωνή του γελοιοποιώ < γελοίος + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

γελοιοποιούμαι

  1. Γίνομαι περίγελος, φαίνομαι γελοίος, εξευτελίζομαι
    Μετά και το τελευταίο σκάνδαλο, γελοιοποιήθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας στο δημόσιο.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία