vestiaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- vestiaire < λατινική vestiarium
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vestiaire | vestiaires |
vestiaire (fr) αρσενικό
- η γκαρνταρόμπα (σε μουσείο, κλπ)
- το αποδυτήριο