vestiaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vestiaire | vestiaires |
vestiaire (fr) αρσενικό
- η γκαρνταρόμπα (σε μουσείο, κλπ)
- το αποδυτήριο
ενικός | πληθυντικός |
vestiaire | vestiaires |
vestiaire (fr) αρσενικό