αποδυτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδυτήριο < αρχαία ελληνική ἀποδυτήριον < ἀποδύω < ἀπό + δύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ðiˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δυ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδυτήριο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: αποδυτήρια) ειδικό δωμάτιο ή εγκατάσταση σε γήπεδο, γυμναστήριο κ.λπ. όπου οι αθλητές κ.ά. αλλάζουν ρούχα πριν ή και μετά από αγώνα, εκγύμναση κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδυτήριο