Δείτε επίσης: βεστιάριον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βεστιάριο τα βεστιάρια
      γενική του βεστιάριου
& βεστιαρίου
των βεστιάριων
& βεστιαρίων
    αιτιατική το βεστιάριο τα βεστιάρια
     κλητική βεστιάριο βεστιάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βεστιάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vestiario < λατινική vestiarium < vestis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-ti(h₂)- < *wes- ‎(ντύνω, ρούχο). Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό και ελληνιστικό βεστιάριον.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεστιάριο ουδέτερο

  1. (θέατρο, ενδυμασία) ο χώρος σε θέατρο για τα κοστούμια των ηθοποιών που χρησιμοποιούνται στις παραστάσεις
  2. ο χώρος οπου αφήνουν τα παλτά τους οι θεατές σ' ένα θέατρο
     συνώνυμα: γκαρνταρόμπα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία