βεστιάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βεστιάριο | τα | βεστιάρια |
γενική | του | βεστιάριου & βεστιαρίου |
των | βεστιάριων & βεστιαρίων |
αιτιατική | το | βεστιάριο | τα | βεστιάρια |
κλητική | βεστιάριο | βεστιάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεστιάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vestiario < λατινική vestiarium < vestis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-ti(h₂)- < *wes- (ντύνω, ρούχο). Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό και ελληνιστικό βεστιάριον.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.stiˈa.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐στι‐ά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεστιάριο ουδέτερο
- (θέατρο, ενδυμασία) ο χώρος σε θέατρο για τα κοστούμια των ηθοποιών που χρησιμοποιούνται στις παραστάσεις
- ο χώρος οπου αφήνουν τα παλτά τους οι θεατές σ' ένα θέατρο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βεστιάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας