Δείτε επίσης: βεστιάριον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βεστιάριο τα βεστιάρια
      γενική του βεστιάριου
βεστιαρίου
των βεστιάριων
βεστιαρίων
    αιτιατική το βεστιάριο τα βεστιάρια
     κλητική βεστιάριο βεστιάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεστιάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vestiario < λατινική vestiarium < vestis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes-ti(h₂)- < *wes- ‎(ντύνω, ρούχο). Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό και ελληνιστικό βεστιάριον.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ve.stiˈa.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐στι‐ά‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεστιάριο ουδέτερο

  1. (θέατρο, ενδυμασία) ο χώρος σε θέατρο για τα κοστούμια των ηθοποιών που χρησιμοποιούνται στις παραστάσεις
  2. ο χώρος οπου αφήνουν τα παλτά τους οι θεατές σ' ένα θέατρο
     συνώνυμα: γκαρνταρόμπα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία