Ετυμολογία

επεξεργασία
vestiarium < vest(is) + -arium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vestĭārĭum ουδέτερο

  1. το μέρος όπου αποθηκεύονται τα ρούχα
  2. (ενδυμασία) το σύνολο του ρουχισμού, η γκαρνταρόμπα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη vestis

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vestiarium vestiaria
γενική vestiariī vestiariōrum
δοτική vestiariō vestiariīs
αιτιατική vestiarium vestiaria
κλητική vestiarium vestiaria
αφαιρετική vestiariō vestiariīs
(β' κλίση)

Απόγονοι

επεξεργασία

vestiarium (λατινικά)

ιταλικά: vestiario
νέα ελληνικά: βεστιάριο
αγγλικά: vestiarium
γαλλικά: vestiaire
ελληνιστική κοινή: βεστιάριον
μεσαιωνικά ελληνικά: βεστιάριον