vestiarium
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvestĭārĭum ουδέτερο
- το μέρος όπου αποθηκεύονται τα ρούχα
- (ενδυμασία) το σύνολο του ρουχισμού, η γκαρνταρόμπα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη vestis
Κλίση
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαvestiarium (λατινικά)
- ⇒ ιταλικά: vestiario
- ↷ αγγλικά: vestiarium
- → γαλλικά: vestiaire
- ↷ ελληνιστική κοινή: βεστιάριον
Πηγές
επεξεργασία- vestiarium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.