Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βεστιάριον τὰ βεστιάρι
      γενική τοῦ βεστιαρίου τῶν βεστιαρίων
      δοτική τῷ βεστιαρί τοῖς βεστιαρίοις
    αιτιατική τὸ βεστιάριον τὰ βεστιάρι
     κλητική ! βεστιάριον βεστιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βεστιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  βεστιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεστιάριον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία