βεστιάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεστιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βεστιάριον < λατινική vestiarium < vestis + -arium (-άριον)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεστιάριον ουδέτερο
- (ενδυμασία) το σύνολο των απαραίτητων ρούχων, η γκαρνταρόμπα, όπως η ελληνιστική σημασία
- το βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε βέστα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νέα ελληνικά: βεστιάριο
Πηγές
επεξεργασία- βεστιάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βεστιάριον | τὰ | βεστιάριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | βεστιαρίου | τῶν | βεστιαρίων | ||||
δοτική | τῷ | βεστιαρίῳ | τοῖς | βεστιαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | βεστιάριον | τὰ | βεστιάριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | βεστιάριον | βεστιάριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βεστιαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βεστιαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεστιάριον < λατινική vestiarium < vestis + -arium (-άριον) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- (ντύνω, ρούχο).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεστιάριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, ενδυμασία)
- το σύνολο του ρουχισμού, η γκαρνταρόμπα
- το μέρος όπου τοποθετούνται ρούχα
- ※ ⌘ Λεξικό Σούδα (10ος αιώνας) Cantabrigiæ: Typis Academicis, 1705, σελ.430@books.google
- → δείτε και το νεοελληνικό βεστιάριο
- → δείτε τον ορισμό του Ησύχιου στο βιστιάριον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- νέα ελληνικά: βεστιάριο
Πηγές
επεξεργασία- βεστιάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.