Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χέστρα οι χέστρες
      γενική της χέστρας
    αιτιατική τη χέστρα τις χέστρες
     κλητική χέστρα χέστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χέστρα < αρχαία ελληνική χέζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

🚾
η χέστρα θηλυκό

  1. η λεκάνη της τουαλέτας που χρησιμοποιείται για την αφόδευση
  2. θηλυκό του χέστης


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία