χέστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χέστης | οι | χέστες & χέστηδες |
γενική | του | χέστη | των | — & χέστηδων |
αιτιατική | τον | χέστη | τους | χέστες & χέστηδες |
κλητική | χέστη | χέστες & χέστηδες | ||
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχέστης αρσενικό
- (προφορικό, οικείο)
- αυτός που πάει συχνά για αφόδευση [1]
- (μεταφορικά) αυτός που χέζεται από το φόβο του, που τα κάνει πάνω του, ο δειλός, ο φοβητσιάρης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χέστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας