↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέστης οι χέστες
χέστηδες
      γενική του χέστη των
χέστηδων
    αιτιατική τον χέστη τους χέστες
χέστηδες
     κλητική χέστη χέστες
χέστηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χέστης < χέζω + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χέστης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία