Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέστης οι χέστες
χέστηδες
      γενική του χέστη των
χέστηδων
    αιτιατική τον χέστη τους χέστες
χέστηδες
     κλητική χέστη χέστες
χέστηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χέστης < χέζω + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χέστης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία