• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

χέστης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
    • 1.3 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέστης οι χέστες
& χέστηδες
      γενική του χέστη των —
& χέστηδων
    αιτιατική τον χέστη τους χέστες
& χέστηδες
     κλητική χέστη χέστες
& χέστηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χέστης < χέζω + -της

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χέστης αρσενικό

  • (προφορικό, οικείο)
    1. αυτός που πάει συχνά για αφόδευση [1]
    2. (μεταφορικά) αυτός που χέζεται από το φόβο του, που τα κάνει πάνω του, ο δειλός, ο φοβητσιάρης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • χεζάς
  • χέζομαι
  • χεζού
  • χέζω
  • χέσιμο
  • χέστρα
  • χεσιάρης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    χέστης
  • γερμανικά : 2. Schisser (de)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ χέστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χέστης&oldid=7086625"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Μαρτίου 2025, στις 10:43

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Μαρτίου 2025, στις 10:43.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας