Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçe.sti.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χέ‐στη‐δες

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

χέστηδες αρσενικό