αφοδευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφοδευτήριο < (ελληνιστική κοινή) ἀφοδευτήριον < αρχαία ελληνική ἀφοδεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφοδευτήριο ουδέτερο
- το ειδικά διαμορφωμένο μέρος όπου κάποιος αφοδεύει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφοδευτήριο
|