Ετυμολογία

επεξεργασία
μεριάζω < μερι(ά) + -άζω

μεριάζω, πρτ.: μέριαζα, αόρ.: μέριασα (λαϊκότροπο)

  1. (αμετάβατο) απομακρύνομαι, μετακινούμαι
  2. (μεταβατικό) απομακρύνω, μετακινώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία